- μαμιρά
- μαμιρά, ἡ, a medicinal root, Aët.12.64 (-ηρά), Alex.Trall.2, Paul. Aeg.7.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαμιρά — μαμιρά̱ , μαμιρά fem nom/voc/acc dual μαμιρά̱ , μαμιρά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαμιρά — και μαμηρά και μαμιράς, ἡ (Α) είδος ρίζας που χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο … Dictionary of Greek
μαμιράς — μαμιρά̱ς , μαμιρά fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαμιρᾶς — μαμιρά fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)